Μπρέσλαου

Μπρέσλαου
(Βreslau). Γερμανική ονομασία της πολωνικής πόλης Βρότσλαβ (βλ. λ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Λασάλ, Φερντινάν — (Ferdinand Lassalle, Μπρεσλάου 1825 – Γενεύη 1864). Γερμανός πολιτικός και διανοητής. Ήταν γιος εύπορου εμπόρου και σπούδασε στα πανεπιστήμια του Μπρεσλάου και του Βερολίνου, όπου αφομοίωσε σε βάθος την εγελιανή σκέψη. Αργότερα εγκαταστάθηκε στο… …   Dictionary of Greek

  • Λόενσταϊν, Ντάνιελ Κάσπερ φον- — (Daniel Casper von Lohenstein, Νιμπτς, Σιλεσία 1635 – Μπρέσλαου 1683). Γερμανός ποιητής, πεζογράφος και δραματικός συγγραφέας. Λαμπρός δικηγόρος, εξελέγη το 1670 δήμαρχος του Μπρέσλαου και κατόπιν, σε μια αποστολή στην Αυλή της Βιέννης,… …   Dictionary of Greek

  • Όντερ — (γερμ. Oder, πολων. και τσεχ. Odra). Ποταμός (912 χλμ.) της κεντρικής Ευρώπης, που εκβάλλει στη Βαλτική θάλασσα. H λεκάνη απορροής του καλύπτει συνολική έκταση 118.600 τ. χλμ. Πηγάζει στην Τσεχία από τα Όρη Όντερ, κατέρχεται προς ΒΑ, διαρρέοντας… …   Dictionary of Greek

  • Φέρστερ, Ρίχαρντ — (Forster, 1843 – 1922). Γερμανός φιλόλογος. Διετέλεσε καθηγητής στο Μπρέσλαου, Ροστόκ και Κίελο και στη συνέχεια πάλι στο Μπρέσλαου, κατά το διάστημα 1890 1920. Δημοσίευσε στη λατινική γλώσσα τα επιστημονικά συγγράμματα Φυσιογνωμικοί συγγραφείς… …   Dictionary of Greek

  • Φρειδερίκος — I Όνομα δουκών, πριγκίπων και εκλεκτόρων. 1. Φ. B’ ο Μαχητής. Δούκας της Αυστρίας (1236 46). Διαδέχτηκε στην εξουσία τον πατέρα του Λεοπόλδο ΣΤ’ τον Ένδοξο και, εξαιτίας της αυταρχικότητας και του φιλοπόλεμου χαρακτήρα του, ήρθε πολλές φορές σε… …   Dictionary of Greek

  • έκθεση — Γενικός όρος, με τον οποίο στον τομέα της παραγωγής (υλικής, τεχνολογικής, πνευματικής και καλλιτεχνικής), του εμπορίου και της προπαγάνδας (ακόμα και με την πιο ευρεία έννοιά της) υποδηλώνεται η συγκέντρωση σε καθορισμένο τόπο και χρόνο… …   Dictionary of Greek

  • δημογραφία — Επιστήμη που μελετά τη σύνθεση, τις μεταβολές και τη δυναμική του πληθυσμού. Αντικείμενο της μελέτης της δ. είναι επομένως όλα τα φαινόμενα βιολογικού χαρακτήρα –όπως οι γεννήσεις και οι θάνατοι– ή κοινωνικού –όπως οι γάμοι και οι μεταναστεύσεις– …   Dictionary of Greek

  • Βαρσοβία — (Warszawa). Πόλη (1.618.468 κάτ. το 1999), πρωτεύουσα της Πολωνίας και του βοϊβοδάτου (διοικητικού διαμερίσματος) της Μαζοβίας (35.597 τ. χλμ., 5.069.977 κάτ. το 1999), που εκτείνεται σε μεγάλο μέρος στα δεξιά του μέσου ρου του Βιστούλα, στο κάτω …   Dictionary of Greek

  • Βέμπερ, Καρλ Μαρία Φρίντριχ φον- — (Karl Maria Friedrich von Weber, Όιτιν, Όλντεμπουργκ 1786 – Λονδίνο 1826). Γερμανός συνθέτης. Τα πρώτα στοιχεία μουσικής τα διδάχτηκε από τον πατέρα του Φρανς Άντον (θείο της γυναίκας του Μότσαρτ, Κωνσταντίας Βέμπερ), πρώην αξιωματικό, που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”